Τα διηγήματα του βιβλίου είναι όπως οι εικόνες που βλέπει κανείς έξω απ’ το παράθυρο όταν ταξιδεύει: ενώ το μυαλό χαλαρώνει, την ίδια στιγμή προσπαθεί να βρει κάτι να πιαστεί για να περάσει η ώρα, καθώς κάποιος άλλος οδηγεί. Ο ταξιδιώτης μου, μόνος, κάνει πολλές φορές την ίδια διαδρομή και πλέον θυμάται, για την ίδια την ευχαρίστηση της θύμησης, ξέροντας ότι το πνιγηρό τοπίο της ομοιομορφίας το «σπάνε» μόνο οι στιγμές που επαναστατούμε ή που αποδεχόμαστε με κυνισμό τα πεπραγμένα μας, σε μια απρόσμενη «Εκδρομή με λεωφορείο».
*
«Μας σταματάνε δυο πανέμορφες ψηλές, μας πιάνουν μια ακαταλαβίστικη κουβέντα και κλέβουν το πορτοφόλι της Λένας. Πώς τα φέρνει ο διάολος και μετά από μισή ώρα, κάνοντας γύρους αφηνιασμένες, πέφτουμε απάνω τους. Η Λένα ορμάει, αν και κοντή, και αρπάζει την κλέφτρα. “POLICE, καριόλα!” της φωνάζει. Ο τρόμος στα μούτρα της αλληνής, και το πορτοφόλι πέφτει στον δρόμο. Η κλέφτρα φωνάζει, δείχνοντάς το –κάτι που μάλλον θα πει “Αυτό είναι; Σου έπεσε, τι μου φωνάζεις;”» [Εκδρομή με λεωφορείο]
Κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία