Υπάρχει µια νεράιδα που την λένε «Ζωή». Είναι γενναιόδωρη, απλόχερη, καλόκαρδη, αλλά παράλληλα πολύ απαιτητική. Θέλει να εκτιμάς, να σέβεσαι, και πάνω από όλα έχει την απαίτηση να µην ξεχνάς. Διότι βρίσκεται στην πλεονεκτική θέση να μπορεί να σου αρπάξει ό,τι απλόχερα σου έχει χαρίσει.
«Το πολυτελές αυτοκίνητο σταμάτησε και η νύφη βγήκε. Ο κόσμος έλαμψε από ομορφιά. Η μαμά της ήθελε να τρέξει να την αγκαλιάσει, να της ευχηθεί ολόψυχα “τα καλύτερα” μέσα από την καρδιά της, να της δηλώσει την παρουσία της, ότι βρισκόταν κοντά της σε ένα από τα πιο σημαντικά βήματα της ζωής της, ότι καρδιοχτυπούσε και αγωνιούσε μαζί της. Δεν έπαυε να είναι παιδί της. Και άσχετα από το γεγονός ότι καθόταν σε µια γωνία σαν την κλέφτρα, για να ξεκλέψει και η ίδια λίγες ευτυχισμένες στιγμές από το γάμο της κόρης της. Ώσπου δεν άντεξε, χίμηξε κι εκείνη μέσα στον πανικό, παρασυρόμενη από τη λαχτάρα της και τη μητρική αγάπη.
Με την άκρη του ματιού της η Ισαβέλλα πήρε είδηση τη μητέρα της. Ηλεκτρισμός διαπέρασε όλο της το κορμί! Τι στο καλό γύρευε η μητέρα της εκεί; Με ποιο θράσος της χαλούσε τη μέρα του γάμου της; Την είχε καλέσει και το είχε ξεχάσει; Άστραφτε και βροντούσε από παντού από κάμερες, φλας, μικρόφωνα, αλλά περισσότερο άστραφταν τα νεύρα της Ισαβέλλας. Τα µάτια της έσταζαν µίσος. Η κυρία Αντιγόνη έμεινε µε τη χαρά αποτυπωμένη στο πρόσωπό της και µε τα χέρια ανοιχτά, για να αγκαλιάσει το παιδί της νύφη. Η αγκαλιά της δεν γέμισε… η χαρά και η αγάπη της δεν βρήκαν ανταπόκριση. Ένα “φύγε τώρα” βγήκε σιγανά μέσα από τα δόντια της Ισαβέλλας. Κανείς δεν την πήρε είδηση, έσκυψε και της το είπε, κι αμέσως ανασυγκροτήθηκε και πήρε το δρόμο της για την είσοδο της εκκλησίας».
Κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία