«Διακόσια πενήντα τό νοίκι σύν ἑκατό φῶς, νερό καί βόθρος, σύν ἐνενήντα τά δίδακτρα τοῦ νυχτερινοῦ, σύν τριακόσια τό φροντιστήριο Παχλιντζανάκη τῆς ἀδερφῆς μου, σύν σούξου μούξου, νά φᾶμε, νά πιοῦμε, νά ντυθοῦμε ἴσον μηδέν εἰς τό πηλίκο, ἴσον ἀπελπισία καί ἀπόγνωση γιά τόν ἀδερφό καί μάνα καί πατέρα μου, πού σήκωνε δεκάδες τόνους βιομηχανικά σίδερα τήν ἡμέρα μέ τό βασικό μεροκάματο.
Σέ ἀφεντικό τοῦ κατηχητικοῦ μέ δημητσανίτικες ρίζες. Ὄψη ὁσίου καλογήρου. Μέ γαλλικά καί εὐρωπαϊκή κουλτούρα. Μέ ἐργοστάσιο, μέ ἀδερφό ὑπουργό ναυτιλίας. Μέ γυναίκα βαρόνη, Γερμανίδα ἀπό τήν Τσεχία, ἀφράτη, κόκκινη καί καταδεχτική, πού μέχρι μπαρμπούνια μαρινάτα μᾶς ἔστειλε γιά ἐνίσχυση. Μιά θερία πιατέλα. Τά πετάξαμε γιατί σιχαινόμαστε τό ξένο φαΐ, ἀλλά καί γιατί ποτέ μας δέν τά εἴχαμε ξαναφάει…
… Τά χέρια τους τρούπια μπίτι. Δίνανε ἀβέρτα σέ φτωχολογιά, ὀρφανοτροφεῖα καί ἱδρύματα, μέχρι πού μείνανε στόν ἄσο. Ὁ Βασιλάκης τους, πού δέν μπόρηγε νά καθαρίσει μοναχός του τά μαγερεμένα τά ψάρια νά τά φάει, λοστρόμος στά βαπόρια ἀργότερα.
Παράλληλα, τούς πήρανε χαμπάρι οἱ μπαταχτσῆδες πελάτες τους καί τούς δώκανε τή χαριστική βολή καί τούς τινάξανε στόν ἀέρα.
Πολύ ἀργότερα, φαντάρος πιά, πῆγα τό προσκλητήριο γάμου τοῦ ἀδερφοῦ μου καί βρῆκα τή βαρόνη σ᾿ ἕνα ἰσόγειο τῆς πλατείας Ἀττικῆς, Ἀλκιβιάδου, μοῦ φαίνεται, νά καθαρίζει τά τζάμια της σκαρφαλωμένη, γριά γυναίκα, στό περβάζι τοῦ παραθύρου.
“Λόγῳ ἀνυπερβλήτου κωλύματος ἀδυνατοῦμε νά παρευρεθοῦμε στό γάμο σας. Ὁλοψύχως εὐχόμεθα βίον ἀνθόσπαρτον”. Τηλεγράφημα.
Πολύ καλά καταλαβαίνουμε κι ἐμεῖς ἀπό ἀνυπέρβλητα κωλύματα, ἀφεντικό…»
Κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία