“Θέλω να γράψεις. Θέλω να γράψεις για τον έρωτα, για τη φιλία, για όλη μου τη ζωή. Να ξεκινήσεις γρήγορα. Τώρα. Όχι σε λίγο, ούτε αύριο. Να φύγεις από το σπίτι μου και φρεσκάροντας τη μνήμη σου στο δρόμο, να φτάσεις σπίτι σου και να ξεκινήσεις. Δεν έχω χρόνο. Ίσως να θελήσεις τη βοήθειά μου σε κάποιο κεφάλαιο. Πήγαινε σε παρακαλώ. Ο ιερέας έφυγε. Νιώθω έτοιμη. Μόνο να μη με παινέψεις για τα άσχημα, μα ούτε για τα πάθη. Μονάχα να φανερώσεις το καλό κι όσα μου έμαθε η στοργική ζωή μου. Ίσως κάποιοι να ωφεληθούν. Ίσως όχι. Μονάχα μην κακιώσουν και αντί για τον παράδεισο, βρεθώ στο στόμα των δαιμόνων. Μη με κοιτάς. Ρώτησέ με. Μα ξέχασα. Ποιο γεγονός άραγε θα μπορούσε να σε ξαφνιάσει; Εμείς τα μάθαμε μαζί. Όχι, δεν θέλω να γράψεις για μένα. Μην πεις ούτε το όνομά μου. Γράψε για σένα. Τα ίδια θα μάθει ο κόσμος. Ίσως και περισσότερα, γιατί εσύ δεν φεύγεις, μένεις, για να μαθαίνεις”. Τελέστηκαν ήδη τα σαράντα. “Σαράντα μέρες, σαράντα κάρβουνα”, έλεγε κάποτε μια θεία μου. Γυρίζοντας στο σπίτι από το κοιμητήριο, αποφάσισα να εκπληρώσω την επιθυμία της. Έπρεπε να γράψω.
Κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία