Ήθελα να φύγω. Να διακόψω αυτή τη συνάντηση. Δεν άντεχα και δεν ήθελα να ακούσω. Θα ήθελα να μου δινόταν η ευκαιρία να σηκώσω τα χέρια μου, να τα βάλω στ’ αυτιά μου, να τα κλείσω, να κλείσω και τα μάτια μου και να μην ακούω φωνές να βγαίνουν από τα στόματα των γιατρών.
*
Άγγιξα κάποιο σημείο του παιδικού σώματος πάνω από το πάπλωμα, με το βάρος του χεριού μου να δηλώνει πως ήμουν εγώ εκεί για κείνη. Να. Δεν είχαν αλλάξει τα πάντα στη ζωή μας μόνο και μόνο επειδή ήρθε ο διαβήτης.
Ήρθε και η σειρά μου. Αν έκανα ενέσεις στο παιδί ήθελε να μάθει. «Όχι» ήταν η απάντηση. Δεν του άρεσε. […] Έπρεπε να το κάνω, με κοιτούσε με βλέμμα επίμονο. Τα μπλε μάτια του δύο νοερές διαπεραστικές βελόνες που τραυμάτιζαν ολόκληρη την ύπαρξή μου.
*
Μου ζήτησε να κάνω μια ένεση στην κοιλιά μου. Στην κοιλιά μου; Γιατί σώνει και καλά στην κοιλιά μου; Χάθηκαν τόσα άλλα μέρη του σώματός μου; Αρνήθηκα. Η κοιλιά μου ήταν η πρώτη κατοικία του παιδιού μου. Δεν ήθελα να περάσει καμία βελόνα και για κανένα λόγο το κατώφλι του πρώτου σπιτιού αυτού του παιδιού.
*
«Και ποιος είναι ο λόγος που έχω διαβήτη;» με χτύπησε η επόμενη σοβαρή της απορία.
«Για να καταλάβεις πόσο δυνατή είσαι!» της απάντησα χωρίς να σκεφτώ ούτε στιγμή.
*
Είναι γνωστό ότι υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι ανά την υφήλιο οι οποίοι πάσχουν από τον τύπου ένα διαβήτη. Ειλικρινά, σηκώστε τα χέρια όσοι έχετε δει διαβητικό να κάνει ένεση ινσουλίνης σε δημόσιο χώρο. Δε βλέπω πολλά χέρια σηκωμένα…
*
Με κάνει να ξεκαρδίζομαι στα γέλια όταν πλένουμε τα δόντια μας η μια δίπλα στην άλλη κι εκείνη κουνάει τους γοφούς της απειλητικά πριν με χτυπήσει με δύναμη, χωρίς καν να σκέφτεται την ύπαρξη της αντλίας ινσουλίνης επάνω της.
Κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία